-
1 λευκαίνω
Aλελεύκασμαι Diph.Siph.
ap. Ath.2.54b, Orib.Fr.102:— make white,λεύκαινον ὕδωρ ξεστῇς ἐλάτῃσιν Od.12.172
;ἅλα ῥοθίοισι λ. E.Cyc.17
;ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος Theoc.14.70
; plaster with whitening,λευκᾶναι τὰ λευκώματα Ephes.3p.148
:—[voice] Pass., to be or become white, Arist.GA 730a6, Sopat.8, A.R.1.545, Diph.Siph.l.c.; to be clarified, of oil, Orib.l.c.II [voice] Pass., have a sensation of whiteness, S.E.M.7.191, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκαίνω
См. также в других словарях:
επισχερώ — ἐπισχερώ (Α) (ποιητ. επίρρ.) 1. σε μια σειρά, αλλεπάλληλα, ο ένας μετά τον άλλο («ἀκτὴν εἰσανέβαινον ἐπισχερώ», Ομ. Ιλ.) 2. (με χρον. σημ.) διαδοχικά, αμέσως κατόπιν («τρὶς ἐπισχερώ», Σιμων.) 3. σιγά σιγά, βαθμηδόν («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες … Dictionary of Greek
λευκαίνω — (AM λευκαίνω) [λευκός] 1. κάνω κάτι λευκό, ασπρίζω (α. «οι καθαροί λευκαίνονται αιθέριοι κάμποι», Κάλβ. β. «ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ. γ. «ἡ δὲ χροιὰ τοῡ σώματος οὔτε πρὸς τὸ θηλυπρεπὲς ἐλευκαίνετο, οὔτε πρὸς τὸ μελάντερον… … Dictionary of Greek